- ἐμπορίῃ
- ἐμπορίαcommercefem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμπορίη — ἐμπορία commerce fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπορία — η (Α εμπορία και ιων. τ. έμπορίη) 1. εμπόριο (ιδίως μέσω τής θάλασσας), συναλλαγές, δοσοληψίες 2. η άσκηση τού εμπορικού επαγγέλματος, η τέχνη ή η εργασία τού εμπόρου αρχ. 1. εντολή, παραγγελία εμπορική 2. εμπόρευμα, πραμάτεια 3. στον πληθ.… … Dictionary of Greek
φοιτάς — άδος, ἡ, Α (κυρίως ως τ. θηλ. τού επιθ. φοιταλέος*) 1. (ως προσωνυμία τής Κασσάνδρας και τών Βακχών) αυτή που περιφέρεται εδώ κι εκεί σαν παράφρων 2. (με σημ. επιθ.) α) μανιακή β) (κατά το λεξ. Σούδα) (για οδό) πολυσύχναστη 3. (με σημ. ουσ.)… … Dictionary of Greek